Εδώ και αρκετές δεκαετίες, το ψυχολογικό πείραμα του Stanley Milgram (Στάνλεϊ Μίλγκραμ) έχει δεχτεί κριτικές από τον επιστημονικό χώρο και αποτελεί μια από τις διασημότερες αλλά και αμφιλεγόμενες έρευνες. Πλεόν, το πείραμα αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι επίκαιρο και αντιπροσωπευτικό των όσων βιώνουν πολλές χώρες παγκοσμίως και ιδίως η δικιά μας, Ελλάδα.
Ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, εμπνευσμένος από τις φρικιαστικές πράξεις των ναζί, που ίσως να μην ήταν απαραίτητα σαδιστές αλλά υπάκουαν σε εντολές των ανωτέρων τους, διεξήγαγε το συγκεκριμένο πείραμα τη δεκαετία του ’60, με στόχο να εξετάσει τη σχέση μεταξύ της υπακοής και της προσωπικής συνείδησης. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τον βαθμό στον οποίο ήταν διατιθέμενοι οι άνθρωποι να φτάσουν, ακολουθώντας μια εντολή από ένα πρόσωπο κύρους ή μιας αυθεντίας, ακόμα και αν αυτή απειλούσε τη σωματική ακεραιότητα κάποιου άλλου ανθρώπου, ακόμα και αθώου.
Πιο αναλυτικά, κάθε φορά στο πείραμα συμμετείχαν ένας δάσκαλος, ένας μαθητής και ένας πειραματιστής. Ο μαθητής, που ήταν και «συνεργός» του πειραματιστή, όφειλε να μάθει μια λίστα από ζεύγη λέξεων και κάθε φορά που σημείωνε κάποιο λάθος, ο δάσκαλος έπρεπε να του εκπέμπει αυξανόμενης έντασης ηλεκτροσόκ. Αφού μεταφέρονταν σε διαφορετικό δωμάτιο ο μαθητής, το πείραμα ξεκινούσε. Πολύ σύντομα κραυγές αγωνίας και πόνου αντηχούσαν στον χώρο και συχνά ο πειραματιστής ζητούσε από τον δάσκαλο να συνεχίσει καλώντας τον με τη φράση «το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε» και ο δάσκαλος υπάκουε αγνοώντας τον μαθητή-θύμα, ενώ παράλληλα γνώριζε ότι η αυξημένη ένταση μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο του μαθητή. Στην πραγματικότητα, φυσικά, οι μαθητές ήταν ηθοποιοί, το ηλεκτροσόκ ανύπαρκτο και οι κραυγές ηχογραφημένες. Οι επιστήμονες μελετούσαν την συμπεριφορά των «δασκάλων» οι οποίοι παρουσίαζαν διαφορετικά επίπεδα στρες καθώς άλλοι ίδρωναν, άλλοι έτρεμαν ή εμφάνιζαν σημάδια διστακτικότητας, άλλοι κατανόησης της απάνθρωπης αυτής πράξης.
Μετά από τόσα χρόνια το πείραμα του Μίλγκραμ επαναλαμβάνεται, στην Ελληνική κοινωνία, και όχι στο πανεπιστήμιο του Yale, χωρίς αυτή τη φορά μισθωμένους ηθοποιούς και ηχογραφημένες κραυγές. Βλέπουμε τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις να προκαλούν αυξανόμενο «πόνο» στους πολίτες τους ύστερα από τις εντολές και την εποπτεία Τρίτων, ακολουθώντας εξουθενωτικές πολιτικές λιτότητας. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι «δάσκαλοι-πολιτικοί» όταν δεν βρίσκονται στη θέση του δασκάλου αναγνωρίζουν τις επιπτώσεις που έχουν τα μέτρα και οι πολιτικές των κυβερνώντων στην οικονομία και στη ζωή του λαού, όταν όμως αναλαμβάνουν τον ρόλο του δασκάλου αυξάνουν το «ηλεκτροσόκ» και αγνοούν τις όποιες συνέπειες, υπακούοντας στις εντολές της κάθε Τρόικας παραμερίζοντας τη συνείδηση και τη λογική. Δυστυχώς, τα δεδομένα και τα πρόσωπα μπορεί κατά καιρούς να αλλάζουν αλλά το πείραμα παραμένει το ίδιο.
Οι άνθρωποι είναι ικανοί να προξενήσουν κακό στον συνάνθρωπο τους σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης, είτε αυτή έχει να κάνει με την πολιτική και την οικονομία, είτε με ζητήματα κοινωνικά ακόμα και συναισθηματικά, επιρρίπτοντας τις ευθύνες των πράξεων τους σε αυτούς που τους τις υπαγορεύουν. Όπως υποστήριξε και ο Μίλγκραμ, η υπακοή στην εξουσία καλλιεργείται σε όλους μας από την παιδική μας ηλικία και αυτό διαφαίνεται από την τάση μας να ακολουθούμε εντολές, οι οποίες προέρχονται από αρχές ηθικά, νομικά ή κοινωνικά αναγνωρισμένες.
Εν κατακλείδι σε μια εποχή όπου σε πολλά σημεία του κόσμου, άνθρωποι υποφέρουν, αθώα παιδιά και θύματα ζουν τις συνέπειες του πολέμου και της οικονομικής κρίσης, αξίζει να αναρωτηθούμε και να αναζητήσουμε απαντήσεις στο πού ξεκινάει και πού σταματάει η προσωπική μας ευθύνη για τη ζωή του συνανθρώπου μας και το μέλλον της ανθρωπότητας, και στο κατά πόσο είμαστε κι εμείς συνένοχοι σε όλο αυτό το «δράμα» που εξελίσσεται καθημερινά γύρω μας.