Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την κρισιμότητα, στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα. Κανείς δε μπορεί να αισθάνεται ασφαλής και σίγουρος για το τι «μέλλει γενέσθαι» σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Αντιθέτως κυριαρχούν συναισθήματα αγανάκτησης, αγωνίας και φόβου. Η υποτιθέμενη Αριστερά της «ελπίδας» και της «ευθύνης» έσπειρε ανέμους και θερίζει πλέον θύελλες, καθώς διακρίνει, πως απέναντί της βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Η χώρα πλέον καρκινοβατεί πολιτικά και φυλλορροεί οικονομικά και κοινωνικά.
Προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα, ασφαλιστικό – φορολογικό νομοσχέδιο και αξιολόγηση συνιστούν ορισμένα μείζονος σημασίας θέματα, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει μία κυβέρνηση που βρίσκεται σε πολιτική σύγχυση και πλέει χωρίς πυξίδα σε αχαρτογράφητα νερά. Η χώρα δε διαθέτει τη χρονική πολυτέλεια να καθίσταται έρμαιο της έλλειψης σχεδίου και των παράλογων ενδοκυβερνητικών συγκρούσεων. Από την άλλη πλευρά η Νέα Δημοκρατία και η ιδεολογική τυπολογία του «μεταρρυθμιστικού κέντρου», την οποία ενδύθηκε φαινομενικά μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της, αποδεικνύεται ότι δεν της ταιριάζει. Αντιθέτως παραμένει πιστή στις αρχές του κοινωνικού συντηρητισμού διατηρώντας παράλληλα και τις βαθύτατα «μπλε» εθνικιστικές της γραμμές.
Μεταξύ ωστόσο του εν λόγω στείρου δικομματισμού και του διάσπαρτου προοδευτικού πόλου του πολιτικού συστήματος υπάρχουν θεμελιώδεις ιδεολογικές αποστάσεις. Η αναδιαμόρφωση του κατακερματισμένου κεντροαριστερού χώρου με την οποιαδήποτε ιδεολογική του έκφανση και η έκφραση μιας εναλλακτικής και υπεύθυνης πρότασης με εθνική στρατηγική, προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό πρόσημο και ευρωπαϊκό προσανατολισμό καθίσταται επιτακτική. Το εκλογικό σώμα χρήζει μιας ενωμένης, ισχυρής και προοδευτικής τρίτης δύναμης, η οποία θα μετεξελιχθεί στον καταλύτη και τον εγγυητή των πολιτικών εξελίξεων.
Η πρόταση της Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και Επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Φώφης Γεννηματά, έθεσε τις βάσεις για τη σύσταση του συγκεκριμένου πολιτικού εγχειρήματος, απευθύνοντας κάλεσμα χωρίς αποκλεισμούς για τη συμπόρευση των κομματικών δυνάμεων και των φορέων που ανήκουν και αυτοπροσδιορίζονται εντός των ιδεολογικών συνόρων της κεντροαριστεράς. Βεβαίως σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, στην παρούσα προσπάθεια δε θα μπορούσε να τεθεί ούτε ως σκέψη η ενδεχόμενη συμμετοχή ενός κόμματος, το οποίο έχει διασχίσει πολιτικά όλο τον οριζόντιο άξονα Αριστεράς/Δεξιάς και έχει αμαυρώσει την ιστορία της Αριστεράς όντας κυβερνητικά και πολιτικά δέσμιος μιας ακροδεξιάς απόφυσης του πολιτικού συστήματος.
Έχει έρθει η ώρα να κάνουμε «ένα βήμα μπροστά», μακριά από μικροκομματικά συμφέροντα, προσωπικές φιλοδοξίες και εγωισμούς, που θα ναυαγούσαν το εν λόγω εγχείρημα, όπως ακριβώς συνέβη και με ανάλογες κινήσεις στο παρελθόν.
Έχει έρθει η ώρα για τα «μεγάλα Ναι»!