Σχεδόν δύο μήνες μετά την ανάδειξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σε πρώτο κόμμα στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και την συγκυβέρνηση με το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και παρακολουθούμε μία μεγάλη διαμάχη που έχει προκύψει τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο, με τους εταίρους μας να απειλούν ακόμα και με μία ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ εάν η κυβέρνηση δεν τηρήσει τα συμφωνηθέντα.
Επιστρέφοντας δύο μήνες πίσω και συγκεκριμένα στις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα εντοπίσουμε ότι σχεδόν σε όλες του τις ομιλίες ο σημερινός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όχι απλώς αναφέρει αλλά και τονίζει ότι πρώτο νομοσχέδιο της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα περιλαμβάνει καταγγελία και ακύρωση του μνημονίου και η κυβέρνηση του θα δώσει τέλος στα μέτρα λιτότητας που έχουν γονατίσει τον Έλληνα πολίτη. Σε αντίθεση με τα παραπάνω βλέπουμε τον πρόεδρο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. όχι μόνο να μην καταγγέλει το μνημόνιο αλλά να συμφωνεί και σε παράταση του προγράμματος μέχρι και τον Ιούνιο με σκοπό να υπάρξει μία νέα συμφωνία, πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι τότε συνεχίζουμε κανονικά με τα ήδη συμφωνημένα.
Συνεχίζοντας στη νέα αυτή πολιτική τάξη πραγμάτων βλέπουμε τη μισή σχεδόν κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος να δηλώνει ότι δεν θα στηρίξει και θα καταψηφίσει μία ενδεχόμενη νέα συμφωνία (μνημόνιο 3). Έτσι έρχεται στο προσκήνιο και το ζήτημα του δημοψηφίσματος για να αποφασίσουν οι Έλληνες στο ναι ή όχι στη συμφωνία και στο ευρώ. Δηλαδή κάτι που στην ουσία αποφασίστηκε στις εκλογές του Ιανουαρίου. Η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών δεν επιθυμεί έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή, επιθυμεί όμως μία νέα πολιτική εντός Ευρώπης.
Τί θα κάνει λοιπόν η κυβέρνηση; Θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα ή θα περιμένει να έρθει ο Ιούνιος με σκοπό τη διενέργεια νέων εκλογών; Θα ψηφίσει νέο πρόγραμμα; Και εάν ναι, θα υπάρξει υποστήριξη από τους βουλευτές της κυβέρνησης ή θα πρέπει να αναζητηθεί νέα συμμαχία; Μήπως για αυτό το λόγο προχώρησε στην εκλογή προέδρου προερχόμενο από το χώρο της δεξιάς;
Όλα αυτά είναι ερωτήματα τα οποία αναμένεται να απαντηθούν εντός μικρού χρονικού διαστήματος μιας και η κυβέρνηση πρέπει άμεσα να λάβει μέτρα προκειμένου να μπορεί να ανταπεξέλθει τόσο στις ανάγκες του εσωτερικού πληρώνοντας μισθούς, συντάξες και επιδόματα όσο και στις υποχρεώσεις της σε εξωτερικό επίπεδο. Ένα είναι το βασικό ερώτημα.
Τι θα επικρατήσει; Μπορεί και όλα μπορεί και τίποτα.