Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου ανήκουν πλέον στην ιστορία και είναι καιρός να εξετάσουμε ψύχραιμα, μετά και τη συγκρότηση της δεύτερης “Πρώτη φορά Αριστερά” κυβέρνησης, τις αιτίες που οδήγησαν στην άνετη επικράτηση Τσίπρα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, επιβεβαίωσε για ακόμη μία φορά τον τελευταίο χρόνο την πολιτική κυριαρχία του Τσίπρα. Κάποιοι μιλούν για απόλυτη πολιτική κυριαρχία αλλά κάτι τέτοιο είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί καθώς μία τέτοια διαπίστωση προϋποθέτει μεγάλη διάρκεια αδιατάρακτης ηγεμονίας. Απόλυτη πολιτική κυριαρχία, είχε η Δεξιά μετεμφυλιακά έως και το 1967 όταν με πολύ μικρά Κεντρώα κυβερνητικά διαλείμματα κατάφερε όχι μόνο να κυβερνήσει τη χώρα αλλά και να συγκροτήσει δομές εντός και εκτός κρατικής μηχανής που της εξασφάλιζαν την πρωτοκαθεδρία. Απόλυτη πολιτική κυριαρχία, είχε ο Ανδρέας Παπανδρέου από το 1981 έως το 1996 (και το ΠΑΣΟΚ γενικότερα μέχρι και το 2004) όταν με εξαίρεση την Δεξιά παρένθεση Μητσοτάκη κατάφερε όχι μόνο να πετύχει μεγάλες εκλογικές νίκες αλλά και να εξασφαλίσει σταθερές και αυτοδύναμες κυβερνητικές θητείες στις οποίες άφησε το στίγμα του στην Ελλάδα. Διόλου τυχαίο ότι το 1 στα 4 μέλη της κυβέρνησης Τσίπρα είχε συνδεθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το ΠΑΣΟΚ, στις δόξες του. Ο Τσίπρας αντίθετα, χρειάστηκε να κερδίσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις σε έναν χρόνο για να κυβερνήσει σε συνεργασία με τον ακροδεξιό Καμμένο μόλις 9 μήνες. Παράλληλα, ο ίδιος ήταν όμηρος ενός κόμματος που διασπάστηκε ενώ πλέον διαθέτει μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία με πολύ λιγότερους βουλευτές που θα κληθούν να εφαρμόσουν τον τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο που έφερε ο ίδιος.
Παρόλα αυτά, οφείλει σίγουρα να του αναγνωριστεί ότι αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση έναντι των αντιπάλων του καθώς οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου είναι η τέταρτη εκλογική αναμέτρηση που κερδίζει με χαρακτηριστική άνεση μέσα σε ένα χρόνο (ευρωεκλογές 2014, βουλευτικές Ιανουαρίου και δημοψήφισμα Ιουλίου, οι προηγούμενες). Αναμφίβολα λοιπόν, έχει την πρωτοβουλία και τον έλεγχο των κινήσεων. Η νίκη του στις τελευταίες εκλογές, αναμενόμενη μεν σαν αποτέλεσμα αλλά με εξαιρετικά μεγαλύτερη διαφορά από τη ΝΔ σε σχέση με τις προβλέψεις, βασίστηκε πάνω σε τρείς πυλώνες:
Ο πρώτος αφορά το timing των εκλογών. Ο Τσίπρας προκήρυξε εκλογές πριν αρχίσουν να γίνονται αισθητές στην καθημερινότητα του πολίτη οι συνέπειες της ψήφισης του τρίτου και πιο επώδυνου Μνημονίου. Το θέμα των capital controls μπορεί να το ξεπέρασε σχετικά εύκολα από πλευράς πολιτικού κόστους, μέσω του δημοψηφίσματος που επιβεβαίωσε τη θεωρία του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι “κακοί Ευρωπαίοι μας έκλεισαν τις τράπεζες” αλλά ο λογαριασμός του πρώτου 7μήνου ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έρχεται και είναι πολύ φουσκωμένος. Τον Οκτώβριο θα αρχίσει να γίνεται αισθητό το μέγεθος της προεκλογικής απάτης του Ιανουαρίου. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνες τις εκλογές προέβλεπε παροχές ύψους 11,3 δις (σύμφωνα με την Κουμουνδούρου γιατί σύμφωνα με τους τότε υπολογισμούς του ΥΠΟΙΚ το κόστος έφτανε στα 27,2 δις ευρώ) ενώ αντί γι΄ αυτό θα έχουμε περικοπές και φόρους ύψους 14 δις!
Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την αξιοποίηση του προσωπικού του πολιτικού κεφαλαίου. Πράγματι, ήταν μία καθαρά προσωπική νίκη του Τσίπρα καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση ούτε οργανωτικά ούτε πολιτικά με αυτό που γνωρίζαμε έως τον Αύγουστο. Ο Τσίπρας εκμεταλλεύτηκε την εικόνα του ως συμπαθούς νέου πολιτικού, η οποία σαφώς του έδινε πόντους έναντι του Μεϊμαράκη και όλων των άλλων αρχηγών κομμάτων. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι όλα τα άλλα κόμματα οφείλουν να ψάξουν για αντι-Τσίπρες. Όμως είναι γεγονός ότι η ροπή της ελληνικής κοινωνίας στο “δήθεν” την οδηγεί αφενός στην προγονοπληξία (ώστε διά της επίκλησης των ευκλεών προγόνων οι νεοέλληνες να κατοχυρωθούν αυτόματα ως κληρονόμοι της δόξας τους δίχως να κοπιάσουν καθόλου για να δημιουργήσουν οι ίδιοι μία δυναμική Ελλάδα στη σύγχρονη εποχή – διόλου τυχαία άλλωστε τα μασκαραλίκια Καμμένου στην επέτειο της μάχης της Σαλαμίνας) και αφετέρου στη λατρεία για οτιδήποτε το “νέο” (ώστε να παραπλανήσουν τον εαυτό τους περνώντας απλά με ένα φτηνό λούστρο τα σκουριασμένα μυαλά και τις σκουριασμένες δομές της σύγχρονης κοινωνίας μας). Έτσι λοιπόν ψηφίζοντας έναν νέο όπως ο Τσίπρας η ελληνική κοινωνία θεωρεί ότι ξεμπερδεύει με τις ευθύνες της σχετικά με τους εκπροσώπους που κατά καιρούς αναδείκνυε.
Ο τρίτος πυλώνας έχει να κάνει με τη γενικότερη προεκλογική στρατηγική Τσίπρα και στη δόμησή του συνδυάζει χαρακτηριστικά από τους δύο προηγούμενους. Η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν από δύο αλληλένδετα μέρη. Το ένα περιελάμβανε την αυτοθυματοποίηση του Τσίπρα: Το “γελαστό παιδί”, όπως τον αποκάλεσε και ο Στ. Παππάς, παρουσιάστηκε ως ο ηγέτης των αγαθών προθέσεων που όλο το σύμπαν συνωμότησε εναντίον του και δεν τον άφησε να διαπρέψει. Οι “κακοί Ευρωπαίοι”, η “συνωμοσία της δραχμής”, η “διαπλοκή”, τα “παλιά” κόμματα κ.α. έγιναν οι χρήσιμοι καβαφικοί “βάρβαροι” οι οποίοι σερβιρίστηκαν σε ένα εκλογικό σώμα που απογοητευμένο από την παταγώδη αποτυχία του 7μήνου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αναζητούσε τους υπευθύνους για την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων του. Δεν ήταν έτοιμο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να αποκαθηλώσει το “γελαστό παιδί”, παραδεχόμενο την αφέλειά του να πιστέψει τα όσα τρελά του υποσχόταν. Έτσι βρήκε την εύκολη λύση στη στοχοποίηση των συνήθων υπόπτων, δηλαδή των σκοτεινών κέντρων εξουσίας που συνωμοτούν κατά του περιούσιου λαού. Κάπως έτσι και δεδομένης της αδυναμίας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να συγκροτήσει ένα πειστικό προεκλογικό αφήγημα, ο Τσίπρας ουσιαστικά απευθύνθηκε στον λαό ως εξής: ‘’Όποιος και να βγει θα εφαρμόσει Μνημόνιο. Δεν είναι καλύτερο να το εφαρμόσει ένας νέος και όχι το παλιό πολιτικό σύστημα;’’ Και το εκλογικό σώμα επέλεξε, στην πλειοψηφία του, να τον εμπιστευθεί με αστείες δικαιολογίες του στυλ “Είναι νέος”, “Μπορεί να απέτυχε αλλά διαπραγματεύτηκε σκληρά”, “Μπορεί να εφαρμόσει Μνημόνιο αλλά θα χτυπήσει τη διαπλοκή” κ.α. Επιχειρήματα που υπό νορμάλ συνθήκες, σε μία ψύχραιμη συζήτηση καλόπιστων συνομιλητών, θα κατέρρεαν σε λίγη ώρα.
Είναι αλήθεια λοιπόν, ότι ο Τσίπρας έχει αντιληφθεί πολύ γρήγορα τα πλεονεκτήματά του βάσει του τρόπου με τον οποίο σκέφτεται και λειτουργεί ο ελληνικός λαός και τα χρησιμοποιεί προς όφελός του. Πέτυχε επομένως, στην πλάτη της χώρας που οδήγησε και πάλι στις κάλπες, όχι μόνο να ανανεώσει την λαϊκή εντολή – κι αυτή τη φορά αντλεί νομιμοποίηση από αυτή για την εφαρμογή του σκληρότερου Μνημονίου από καταβολής κρίσης – αλλά και να ξεκαθαρίσει τα εσωκομματικά του, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν εντός ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον μόνο οι 53 αλλά και αυτοί παρά τους λεονταρισμούς δύσκολα θα ρισκάρουν να ρίξουν την κυβέρνηση, έχοντας στο νου τους την κατάληξη των διασπαστών της ΛΑΕ. Από το υπόλοιπο κόμμα, ο μόνος που θα μπορούσε να αρθρώσει σοβαρό αντιπολιτευτικό ρόλο είναι ο Δραγασάκης τον οποίο ο Τσίπρας προσπάθησε να κοντύνει δήθεν τιμώντας τον με την πρόταση να αναλάβει Πρόεδρος της Βουλής. Κι αυτό διότι ο Δραγασάκης πρωταγωνιστεί ως υποψήφιος πρωθυπουργός σε όλα τα σενάρια για τη δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης ενώ έχει παραδεχτεί ανοιχτά την αποτυχία του εκβιασμού απέναντι στους Ευρωπαίους ενώ έχει στηλιτεύσει τη στρατηγική διχασμού των Ελλήνων σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς. Ο ίδιος κατάλαβε τις προθέσεις Τσίπρα για αυτό και αρνήθηκε.
Κάπως έτσι αφού κέρδισε τις εκλογές ο Τσίπρας και αποφάσισε να συνεργαστεί και πάλι με τους ΑΝΕΛ του Π.Καμμένου. Κι αυτό διότι γνωρίζει πώς με την παραχώρηση σε αυτόν του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και σε μερικά στελέχη του άλλες καρέκλες εξασφάλισε μια συμπαγή ομάδα 10 βουλευτές οι οποίοι λόγω ιδιοσυγκρασίας και αδίστακτης συμφεροντολογίας είναι ικανοί ακόμη και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά της εκτόξευσης λάσπης και των χτυπημάτων κάτω από τη μέση σε βάρος πολιτικών αντιπάλων.
Η κυβέρνηση που συγκρότησε ήταν χειρότερη και από την πρώτη κάτι που φάνηκε με τη γκάφα της υπουργοποίησης του ρατσιστή Δ.Καμμένου ή από την τοποθέτηση του χειρότερου πρύτανη – θεατρίνου Πελεγρίνη στο Υπουργείο Παιδείας υπό την ηγεσία του αιωνίου φοιτητή και κομματικού δημοσιογραφίσκου Φίλη για να μην αναφερθούμε εκτενώς στον προστάτη των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων Κατρούγκαλο, στον παππού Αλέκο Φλαμπουράρη με τις εργολαβίες του Δημοσίου κ.α.
Μένει να δούμε τις επιδόσεις μιας τέτοιας κυβέρνησης στην εφαρμογή ενός σκληρότατου Μνημονίου, μετά από έξι χρόνια κρίσης. Οι οιωνοί πάντως δεν είναι καλοί…