Ας ξεκινήσουμε από την γενική παραδοχή ότι ο εκλογικός νόμος σε οποιαδήποτε χώρα είναι κρίσιμος για τη λειτουργία του πολιτεύματος, αποτελεί θεσμικό διακύβευμα αφού επηρεάζει με τρόπο καθοριστικό την ανόθευτη λαϊκή βούληση και τέλος παίζει το ρόλο μιας ακόμη ασφαλιστικής δικλείδας όσον αφορά την τήρηση της δημοκρατικής τάξης.
Στη χώρα μας οι σημερινές εκλογές διεξάγονται με βάση τον εκλογικό νόμο 3231/2004 (γνωστό και ως νόμο Σκανδαλίδη) όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον ν.3636/2008. Η τότε δήλωση του κ. Σκανδαλίδη ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε να συμφωνήσει με τη ΝΔ γιατί είναι αδύνατον να βρεθεί ένα εκλογικό σύστημα που να συμφέρει και τους δύο, είναι ενδεικτική των συνθηκών υπό τις οποίες ο νόμος αυτός ψηφίστηκε. Το αρχικό bonus των 40 εδρών που δινόταν στο πρώτο κόμμα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 2007 και επανέφερε στην εξουσία ως Πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή. Αυτό το bonus των 40 εδρών, αύξησε μετέπειτα κατά 10 ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος. Ο τροποποιημένος αυτός νόμος ίσχυσε στις διπλές εκλογές του Μαΐου 2012 «σώζοντας» κυριολεκτικά τη ΝΔ, καθώς με ποσοστό 30% στο σύνολο της επικράτειας πήρε επιπλέον 50 έδρες και ξανά στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, όπου ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ με 41% των ψήφων σχημάτισαν συγκυβέρνηση.
Όπως γίνεται φανερό οι αλλαγές στον εκλογικό νόμο ήταν ασφαλώς προσανατολισμένες στη διατήρηση της εξουσίας από το κόμμα που τους εισηγούνταν, όμως εν τέλει αυτό που γινόταν διαχρονικά ήταν ένα μπούμεραγκ. Ο επόμενος καρπωνόταν τα οφέλη της πονηριάς του προηγούμενου. Το ΠΑΣΟΚ που πρώτο θεσμοθέτησε πλέον ζητά δια στόματος Γεννηματά απλή αναλογική και η ΝΔ που τον εξέλιξε παραπάνω, αρκείται σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, η απλή αναλογική αποτελούσε πάγια θέση του. Ο κ. Βούτσης ως Υπουργός Εσωτερικών είχε δηλώσει πως αυτή θα κατοχυρωθεί συνταγματικά μαζί με την παράλληλη κατάργηση του bonus των 50 εδρών. Βέβαια στους 8 μήνες διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ τέτοιο νομοσχέδιο δεν κατατέθηκε.
Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι αυτό το απαράδεκτο bonus των 50 εδρών πρέπει επιτέλους να καταργηθεί, καθώς ευνοεί έναν άνευ λόγου και αιτίας δικομματισμό που δεν αντικατοπτρίζει στο ελάχιστο τον πολιτικό πλουραλισμό της κοινωνίας αναπαράγοντας πρακτικές διπολισμού, παραβιάζει ευθέως τη συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου και νοθεύει τη λαϊκή βούληση. Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας χρήζει αναμφισβήτητα εξορθολογισμού και η αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι ένα καλό σημείο για να ξεκινήσει η διαδικασία αυτή. Ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα που θα αποτυπώνει τον πολιτικό χάρτη της χώρας και θα οδηγεί σε συναινέσεις όσον αφορά τα σοβαρά ζητήματα που απασχολούν τη χώρα, αποτελεί πλέον μια από τις πιο κρίσιμες επιταγές.