Η φετινή χρονιά ήταν, αναμφίβολα, μία από τις χειρότερες, αν όχι η χειρότερη για τη χώρα μας. Η έναρξή της και μόνο μετά την αποτυχία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή και τη διάλυση αυτής με την επακόλουθη προκήρυξη εκλογών, έπρεπε να μας προϊδεάσει για το ότι το μέλλον διαγραφόταν δυσοίωνο. Ήδη από τα τέλη του Δεκεμβρίου του 2014 δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί η απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3, ώστε να εκλέξει τον προτεινόμενο Σταύρο Δήμα. Σε καμία από τις προβλεπόμενες ψηφοφορίες δεν επετεύχθη το επιδιωκόμενο από την τότε κυβέρνηση αποτέλεσμα για την εκλογή, με συνέπεια την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών για τις 25 Ιανουαρίου. Στην ουσία επρόκειτο για μια εκβίαση εκλογών από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να έρθει στην εξουσία, εκμεταλλευόμενος την δυσπιστία και την αγανάκτηση του κόσμου προς τη Νέα Δημοκρατία. Όλοι έτρεφαν ελπίδες για το “νέο, χαρισματικό, ειλικρινή, καθαρό από σκάνδαλα και διαφορετικό” Αλέξη Τσίπρα, που μαζί με άλλα μέλη του κόμματός του, είχαν ήδη πριν από την εκλογή τους τον αέρα του νικητή. Με κάθε δήλωση κάποιου μέλους του ΣΥΡΙΖΑ ερχόμασταν αντιμέτωποι με μια αυτοπεποίθηση και αλαζονεία άνευ προηγουμένου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, στις 25 Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, μιας και δεν κατάφερε να κερδίσει την αυτοδυναμία, ώστε να κυβερνήσει μόνος του. Φυσικά και ήταν παράδοξη μια τέτοια συνεργασία ενός δεξιού συντηρητικού κόμματος με ένα μοντέρνο αριστερό, αλλά μία λογική εξήγηση αποτελούσε το γεγονός πως (αρχικά τουλάχιστον) τάσσονταν και οι δύο παρατάξεις κατά του μνημονίου. Η Χρυσή Αυγή ανήλθε στην τρίτη θέση, κάτι ακόμα πιο τρομακτικά ανησυχητικό και κυρίως απογοητευτικό για το επίπεδο που θέλουμε να επιδεικνύουμε ως λαός. Έτσι ξεκίνησε μια καθοδική πορεία για τη χώρα με εξελίξεις απρόσμενες, που δεν είχε κανείς στο μυαλό του. Η ελπίδα που υπόσχονταν, όχι απλώς δεν ήρθε, αλλά αντίθετα αυτά που ήρθαν κατάφεραν να γκρεμίσουν και το παραμικρό ίχνος αισιοδοξίας που έτρεφε ο καθένας για το μέλλον. Για το μέλλον το δικό μας, ακόμα και τον παιδιών που θα φέρουμε αργότερα στον κόσμο, το μέλλον της Ελλάδας μας.
Αρχικά, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε μια δυναμικότητα, εκεί, όμως, όπου μπορούσε, δηλαδή με το να δώσει πολιτικό όρκο για πρώτη φορά στα χρονικά και το να ξεφύγει από το πρότυπο ενός ηγέτη με γραβάτα. Δυστυχώς, όμως, ο δυναμισμός τους έμεινε εκεί. Μία επιπλέον αμφιλεγόμενη για μερικούς κίνηση ήταν και η πρόταση του προσώπου του Προκόπη Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, κίνηση που προσέγγιζε τους καραμανλικούς. Οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για την πορεία της χώρας πήγαιναν ολοένα και χειρότερα, καθώς ο Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης έμοιαζε περισσότερο να παίζει με ένα πείσμα που μόνο σε παιδιά δημοτικού δικαιολογείται, παρά να ενδιαφέρεται για την επίτευξη κάποιας επωφελούς για τη χώρα συμφωνίας.
Ακολούθησαν περίπου πέντε μήνες με μία κυβέρνηση να μην έχει πετύχει τίποτα το ουσιαστικό σε εσωτερικό, αλλά και εξωτερικό επίπεδο. Πραγματοποιήθηκαν, βεβαίως, αλλαγές και νομοθετική ρύθμιση διαφόρων ζητημάτων, όπως ο νόμος για τις ευεργετικές ρυθμίσεις προς τους κρατουμένους και η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ’, το σχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων, η επαναλειτουργία της ΕΡΤ και η ακύρωση, με τροπολογίες που έγιναν, των μειώσεων των συντάξεων. Κατετέθησαν, μάλιστα, προτάσεις που έφεραν αισιοδοξία, ενώ διαφαίνονταν και θετικές προοπτικές σχετικά με τις διαπραγματεύσεις μιας και ο Αλέξης Τσίπρας, λόγω της αντιπάθειας που έτρεφαν οι ξένοι ηγέτες και οι επικεφαλής των φορέων προς τον Βαρουφάκη, τοποθέτησε δίπλα του άτομα πιο διαλλακτικά, που έχαιραν της εμπιστοσύνης του. Αυτές οι προοπτικές όμως, γρήγορα διαψεύσθηκαν.
Έπειτα από ανώφελες προσπάθειες και μη έχοντας πετύχει η κυβέρνηση κάτι το ικανοποιητικό, ο πρωθυπουργός στις 27 Ιουνίου ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αναφορικά με την αποδοχή των προτάσεων των τριών θεσμών, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο ψηφίστηκε από τη Βουλή και προκηρύχθηκε στις 28 Ιουνίου, παρά την παρολίγον επίτευξη συμφωνίας που είχε προηγηθεί. Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ήταν το πρώτο μετά από αυτό του 1974 και το πρώτο που δεν είχε να κάνει με τη μορφή του πολιτεύματος. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις εντός, αλλά και εκτός της χώρας, μιας και κάτι τέτοιο θα ήταν προσφορότερο να τεθεί στον κόσμο νωρίτερα, καθώς οι συνθήκες δεν βοηθούσαν, επιπλέον αφορούσε μια πρόταση, η οποία είχε αποσυρθεί, ενώ μάλιστα, υποστηριζόταν έντονα και η άποψη πως το “ΟΧΙ” θα σήμαινε και την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Όπως ήταν φυσικό, η κίνηση αυτή κατακρίθηκε πολύ περισσότερο από έξω, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να δεχθεί απειλές και τελεσίγραφα περί εξόδου.
Παρ’όλα αυτά το “ΟΧΙ” είχε τόσους υποστηρικτές, όσους τελικά κανείς δεν περίμενε, αλλά και συμπαράσταση από χώρες του εξωτερικού, Φυσικά ήταν κάτι το ανέφικτο, στη φάση όπου βρισκόμασταν, αλλά και ανέντιμο, μιας και δεν είναι λογική το “δανεικά κι αγύριστα”. Η κατάσταση όπου βρέθηκε η χώρα μετά την ανακοίνωση για δημοψήφισμα ήταν τρομακτική. Όσο οι ουρές των ΑΤΜ γέμιζαν, καθώς διακόπηκε η ρευστότητα, λόγω μη πληρωμής εκ μέρους μας της δόσης που έληξε, τόσο οι αποθήκες της χώρας άδειαζαν. Οι τράπεζες έκλεισαν και επιβλήθηκαν όρια στις αναλήψεις.
Ο αναβρασμός αυτός διήρκεσε μέχρι και τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος με την μεγάλη και αναπάντεχη νίκη του “ΟΧΙ”, ένα αποτέλεσμα ακόμα πιο ανησυχητικό από την κατάσταση πριν από αυτό. Και ενώ οι οπαδοί και η κυβέρνηση του “ΟΧΙ” πανηγύριζαν για το αποτέλεσμα αυτό, συγκρίνοντάς το γελοιωδώς με το ηρωικό “ΟΧΙ” του 1940, η χαρά διήρκεσε λίγο για τους περιμένοντες την ελπίδα, μιας και δόθηκε σε αυτήν η χαριστική βολή μόλις από την επόμενη μέρα, καθώς το τρίτο μνημόνιο βρισκόταν ήδη στα σκαριά του…