Αναμφισβήτητα, για το 2015 – 16, ένα από τα μείζονα Ελληνικά αλλά και Ευρωπαϊκά ζητήματα είναι αυτό της εισροής προσφύγων και μεταναστών από την Τουρκία στην Ελλάδα, λόγω κυρίως του Συριακού εμφυλίου πολέμου και της εξάπλωσης του Ισλαμικού Κράτους αλλά και άλλων πτυχών του Μεσανατολικού-Βορειοαφρικανικού προβλήματος. Η κοινή γνώμη μπορεί εύκολα να διαπιστώσει πως οι μηχανισμοί τόσο του Ελληνικού κράτους αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στάθηκαν άκρως ανεπαρκείς στο να δώσουν μια γρήγορη και αποτελεσματική λύση στην προσφυγική κρίση. Μέσα σε αυτό το κλίμα εσωτερικής Ευρωπαϊκής διπλωματικής διαμάχης μεταξύ των κρατών – μελών για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση, μέσα στην Ελληνική κρατική αδικαιολόγητη ανυπαρξία αλλά και μέσα στην κλασική Τουρκική εξωτερική πολιτική, ήρθε σαν υποτιθέμενος λυτρωτής το ΝΑΤΟ να δώσει την λύση της “εποπτείας” και της “πληροφόρησης” και στις Ελληνικές αλλά και στις Τουρκικές αρχές με σκοπό να μειωθεί η παράνομη θαλάσσια διέλευση προσφύγων από την Τουρκία στην Ελλάδα. Αυτομάτως, η κρίση, μετατρέπεται από Ελληνο – Τουρκική και Ευρωπαϊκή σε Διεθνής, για τον απλούστατο λόγο της εμπλοκής της Βορειο – ατλαντικής συμμαχίας. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να σκεφτεί πως η ανάμειξή της δεν αποσκοπεί στην ανθρωπιστική λύση της προσφυγικής κρίσης, ούτε στην βοήθεια προς την χώρα μας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 2015 ήταν το έτος που σημαδεύτηκε από τις ατελέσφορες προσπάθειες των Ευρωπαϊκών δυνάμεων να βρουν μια βιώσιμη λύση στο προσφυγικό πρόβλημα και την υποτιθέμενη συνεργασία Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης επάνω στο θέμα. Έτσι φτάσαμε στους πρώτους μήνες του 2016 να επικρατεί μια μερικώς ανεξέλεγκτη κατάσταση, με περίπου 70.000 πρόσφυγες να μένουν εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα. Στην συνέχεια ήρθε με Γερμανική πρωτοβουλία και Γερμανο – Τουρκική συνεννόηση η πρόταση να σταλεί στο Αιγαίο ΝΑΤΟΪΚΗ ναυτική δύναμη με σκοπό να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Η πρόταση αυτή έφερε προ τετελεσμένου την Ελληνική κυβέρνηση η οποία δεν μπόρεσε παρά να συναινέσει στην αρχή των διαπραγματεύσεων της πρότασης αυτής. Έτσι συγκαλέστηκε στις Βρυξέλλες το στρατιωτικό συμβούλιο του ΝΑΤΟ ώστε να προχωρήσουν όλες οι πλευρές σε συμφωνία. Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, η Τουρκική πλευρά χρησιμοποιούσε τα δικά της πορίσματα στην διαπραγμάτευση. Την μη πλεύση πλοίων στα κατά εκείνους αποστρατικοποιημένα Δωδεκάνησα, τον περιορισμό επιχειρήσεων στα διεθνή ύδατα και όχι σε κρατικά χωρικά ύδατα και την μη επιστροφή πλοιαρίων τα οποία ξεκινούν πορεία από την Τουρκία χωρίς απόφαση πίσω στην Τουρκία. Οι έως τώρα διαπραγματεύσεις έχουν αποδώσει σε έναν βαθμό και έχει ήδη αποφασιστεί πως η ΝΑΤΟΪΚΗ ναυτική δύναμη που θα υπάρχει στο Αιγαίο θα περιορίζεται μόνο σε καθήκοντα αναγνώρισης, επιτήρησης και παρακολούθησης ενώ θα βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με την FRONTEX. O γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg (Γενς Στόλτενμπεργκ), δήλωσε “Το καθήκον του ΝΑΤΟ δεν είναι να αναγκάζει πλεούμενα να γυρίζουν πίσω. Θα διαβιβάζουμε πληροφορίες κρίσιμης σημασίας, ώστε να διευκολύνουμε τις ακτοφυλακές της Ελλάδας και της Τουρκίας, όπως και την FRONTEX, να εκτελούν την αποστολή τους πιο αποτελεσματικά”. Βέβαια η Τουρκική πλευρά συνεχίζει να είναι ανυποχώρητη όσον αναφορά τα Δωδεκάνησα και τα διεθνή ύδατα με τις διαπραγματεύσεις να μαίνονται.
Μέσα στο μοτίβο αυτών των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας – ΝΑΤΟ κινεί το ενδιαφέρον μια άλλη δήλωση του κυρίου Stoltenberg η οποία αναφέρει πως “Το ΝΑΤΟ θα εντείνει την επιτήρηση τον συνόρων Τουρκίας – Συρίας για να βοηθήσει την Άγκυρα στην διαχείριση της κρίσης των προσφύγων.” Εάν κάποιος καθίσει να σκεφτεί εκτενέστερα την δήλωση αυτή, ίσως μπορέσει να πάει ο νους του σε πολλά διακυβεύματα που κρύβονται πίσω από αυτή, τα οποία είναι υψηλής στρατηγικής σημασίας τόσο για την Τουρκία όσο και για το ΝΑΤΟ. Είναι πλέον εμφανέστατο πως οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας αποβλέπουν στην ολοκληρωτική εισβολή στην βόρεια Συρία με απώτερο σκοπό να αποκόψουν τα Κουρδικά στρατεύματα που φαίνεται πια πως είναι η μόνη δύναμη η οποία μπορεί με αξιώσεις να καταπολεμήσει τόσο το Ισλαμικό Κράτος όσο και τους υπόλοιπους εχθρούς τους. Αυτό για την Τουρκία θα ήταν μελλοντικά καταστρεπτικό διότι είναι προφανές πως εάν οι Κούρδοι της Συρίας συνεχίσουν τις κερδοφόρες επιχειρήσεις και ενωθούν στο μέλλον με τους Κούρδους του Ιράκ θα ιδρυθεί ή τουλάχιστον θα επιδιώξουν να ιδρύσουν μια Κουρδική ανεξάρτητη οντότητα η οποία θα φέρει την αποδόμηση του Τουρκικού μοντέλου του Ερντογάν για την Μέση Ανατολή. Όμως στα Τουρκικά σχέδια για την Συρία υπάρχει και ένα άλλο ακόμα πιο μεγάλο εμπόδιο, η Ρωσία, η οποία σήμερα έχει αποστείλει στην Συρία περίπου στις 4.000 προσωπικό συν πολεμικό υλικό. Η Ρωσία δεν θα επέτρεπε ποτέ μια ολοκληρωτική και σε βάθος εισβολή της Τουρκίας στην Συρία (ας μην ξεχνάμε και τις πρόσφατες Ρωσο – Τουρκικές θερμές σχέσεις) γιατί πρώτον η Τουρκία έχει δείξει και έχει δηλώσει την αντιπάθειά της προς το καθεστώς Άσαντ άρα σε βάθος και στα Ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή και δεύτερον διότι η Ρωσία δεν θέλει να χάσει έναν αξιόμαχο “σύμμαχο” στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, τους Κούρδους.
Σε αυτό το σημείο είναι που προσχωρεί στο θέατρο του πολέμου και το ΝΑΤΟ, το οποίο είναι λογικό να θέλει την εμβάθυνση της Τουρκίας στην Συρία ώστε να χάσει έδαφος το Ρωσικό στοιχείο και το καθεστώς Άσαντ. Παρόλες τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Η.Π.Α. και Ρωσίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί εκεχειρία μεταξύ του ελεύθερου Συριακού Στρατού και των στρατευμάτων του Άσαντ, το ΝΑΤΟ δείχνει απολύτως πρόθυμο να στείλει έναν ισχυρό στόλο στο Αιγαίο με πρόφαση το προσφυγικό πρόβλημα, σε βάθος όμως η κίνηση αυτή είναι περισσότερο στρατηγική παρά ανθρωπιστική διότι απλούστατα δίνει το ελεύθερο στην Τουρκία να κινηθεί προς την Συρία χωρίς να έχει τον φόβο των Ρώσων. Η σκακιέρα έχει στηθεί και οι “αντίπαλοι” βάζουν τα πιόνια τους εκεί που θεωρούν ότι θα έχουν θέση ισχύος. Οι επόμενοι μήνες θα μας δείξουν τον πραγματικό σκοπό της πλεύσης της ΝΑΤΟΪΚΗΣ ναυτικής αυτής δύναμης στο Αιγαίο.