Στις αρχές Αυγούστου ένα ακόμη «επώνυμο» διαζύγιο απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα των Κυριακάτικών εφημερίδων και το διαδίκτυο. Η εκπρόσωπος τύπου της ΝΔ, Άννα –Μισέλ Ασημακοπούλου, χωρίζει με καθόλου φιλικό τρόπο, από τον σύζυγο της. Πριν από δύο περίπου μήνες είχαμε τα δημοσιεύματα που αφορούσαν τον παράνομο έρωτα Θ. Οικονόμου – Κ. Μάρκου στη ΔΗΜΑΡ, ενώ στις αρχές του καλοκαιριού ξέσπασε σάλος με το περίφημο ροζ βίντεο του υποψήφιου δημάρχου Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ, Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Η δε σχέση της Έλενας Ράπτη με τον νεαρό τραγουδιστή Λούκα Γιώρκα είναι εδώ και μήνες πρώτο θέμα σε όλα τα έντυπα ποικίλης ύλης και ήδη ψιθυρίζεται σε διαφόρους παραπολιτικούς κύκλους ότι πιθανόν αυτή ακριβώς η υπερπροβολή της σχέσης της με ένα μικρότερο άνδρα, της στέρησε την υπουργοποίησή της στον τελευταίο ανασχηματισμό. Για να μην αναφερθούμε στον γνωστό και ως «μπουμπούκο», Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος εκτός από τις ανεπανάληπτες κόντρες του on air έχει δει πολλάκις κρεμασμένη στα περίπτερα τη σχέση και τον γάμο με την Ευγενία Μανωλίδου, άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια.
Μοιραία, εμφανίζεται λοιπόν το ερώτημα: Κατά πόσο δικαιούται ο πολιτικός να έχει την προσωπική του ζωή, ανεξάρτητα της πολιτικής του παρουσίας;
Αρχικά θα πρέπει να σταθούμε, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο, στην νοοτροπία που διέπει την εκάστοτε κοινωνία. Στις βορειοευρωπαϊκές χώρες τέτοιου είδους θέματα θεωρούνται εν πολλοίς ξεπερασμένα με αποτέλεσμα να ανακηρύσσονται στα ύπατα αξιώματα τα τελευταία χρόνια άτομα των οποίων το lifestyle και οι σεξουαλικές επιλογές σκανδαλίζουν άλλες κοινωνίες, όπως εν πολλοίς οι μεσογειακές αλλά και ένα μεγάλο τμήμα των ΗΠΑ, όπου το πρότυπο του πολιτικού είναι συγκεκριμένο δεν αποτρέπει πολλές παρακλήσεις: Στρέιτ και καλός οικογενειάρχης – καλή μητέρα, σύμφωνα με τις παραδόσεις της εκάστοτε κοινωνίας. Γι΄ αυτό τον λόγο άλλωστε διάφορες ‘’παρεκτροπές’’ γίνονται αμέσως πρώτο θέμα στις περιοχές αυτές. Είναι βεβαίως ανούσιο έως και ανόητο να μπούμε στη λογική πιο από τα δύο πρότυπα είναι το ιδανικό, κυρίως διότι μιλάμε για διαφορετικές κοινωνίες με διαφορετικές πολιτικές και πολιτιστικές καταβολές. Είναι τραγικό λάθος να προσπαθήσουν οι μεν να επιβάλλουν στους δε το πρότυπό τους. Άλλωστε η έννοιες της προόδου και της συντήρησης χρησιμοποιούνται πλέον καταχρηστικά και τείνουν να καταντήσουν κενές νοήματος….
Τα σεξουαλικά σκάνδαλα λοιπόν, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ενδεικτικά, τα εξώγαμα του Μιτεράν, η υπόθεση Λεβίνσκι, τα μπούνγκα- μπούνγκα πάρτι του Μπερλουσκόνι, ο έρωτας με διαφορά ύψους του Σαρκοζί για την Κάρλα Μπρούνι, η μοιραία σουίτα στο Στρος Καν, η κουμπάρα του Μπλερ, η Μιμή του Ανδρέα (για να πιάσουμε και τα εγχώρια) και τόσα άλλα…. Ο χαρακτηρισμός μια συμπεριφοράς στην προσωπική ζωή του πολιτικού ως «ηθικής» ή «ανήθικης» συνδέεται προφανώς τόσο με την προσωπικότητα του εμπλεκόμενου όσο και με τις πολιτικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Τρανό παράδειγμα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ενώ είχε καλλιεργήσει τα προηγούμενα χρόνια το προφίλ του ‘’μποέμ’’, η παράνομη σχέση του με μια κατά πολύ νεότερή του γυναίκα, η προσπάθεια επιβολής της με το περίφημο νεύμα όταν κατέβαινε της σκάλες του αεροπλάνου που τον έφερε από το Χερφιλντ και το διαζύγιό του από την πρώτη του γυναίκα, σκανδάλισαν μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και έγιναν όπλο στα χέρια των διωκτών του, το «βρώμικο ‘89». Παρ’ όλα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να επιφέρουν το τελειωτικό χτύπημα στην ήδη τραυματισμένη πολιτική του διαδρομή, μιας και η όλη προσωπικότητά του γοήτευε τα πλήθη σε τέτοιο βαθμό ώστε να του συγχωρεθεί ακόμη και αυτό το παραστράτημα. Ίσα- ίσα, που ένα τμήμα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, τον χαρακτήρισε και ‘’μάγκα, που στην ηλικία του έριξε μια μικρή’’. Επίσης χαρακτηριστικό βέβαια είναι ότι και αυτό ακόμη χρειάστηκε να μπει γρήγορα σε ένα … ‘’comme il faut’’ πλαίσιο, ώστε να νομιμοποιήσει τη σχέση του, στα μάτια και των πιο παραδοσιακών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Αποτέλεσμα το 47% στις εκλογές του 1993.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα αποκτούν άλλη διάσταση όταν οι επιλογές στην προσωπική ζωή του πολιτικού κινούνται εκτός πλαισίου νόμου. Ο Στρος Καν έχει κατηγορηθεί εκτός από βιασμό και για συμμετοχή σε κύκλωμα παράνομης πορνείας, το ίδιο και ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος ταυτόχρονα είχε κατηγορηθεί και για αποπλάνηση ανηλίκου όπως και για κατάχρηση εξουσίας προκειμένου να συγκαλύψει την υπόθεση. Ο δε Κλίντον παραπέμφθηκε κατηγορούμενος για ψευδορκία στην υπόθεση Λεβίνσκι. Το θέμα τίθεται εδώ σε διαφορετικό πλαίσιο όταν η κατοχή αξιώματος μπορεί να συνδεθεί με κατάχρηση της εξουσίας που απορρέει από αυτό στην προσωπική ζωή, με στόχο τη διάπραξη ακόμη και εγκλημάτων. Και υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος που έχει να κάνει με το κατά πόσο η ερωτική ζωή και οι σεξουαλικές επιλογές, μπορούν να επηρεάσουν το δημόσιο συμφέρον. Παράδειγμα, η ύπαρξη ενός ροζ βίντεο με έναν παράνομο δεσμό ή με σεξουαλικές πράξεις ομοφυλοφιλικού περιεχομένου, θα μπορούσε να πέσει στα χέρια εκπροσώπων μεγάλων συμφερόντων τα οποία έχουν δοσοληψίες με το δημόσιο, οι οποίες εξαρτώνται από τις υπογραφές των πρωταγωνιστών. Ο πολιτικός θα προτιμήσει να βγει στον λαό και να του εξηγήσει ότι αυτές είναι οι επιλογές του και ότι εκούσια η ακούσια καταγράφηκαν ή θα προτιμήσει να υποκύψει στον εκβιασμό για να διαφυλάξει τη δημόσια εικόνα του, σε βάρος του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, το οποίο έχει ταχθεί να υπηρετεί;
Εδώ βρίσκεται και το κλειδί της όλης υπόθεσης: Ο πολιτικός δικαιούται να έχει προσωπική ζωή, να διαθέτει το κορμί του, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τη βούλησή του, να απολαμβάνει των προτιμήσεων του αρκεί αυτή του η δραστηριότητα να μην αποβαίνει μοιραία για το δημόσιο συμφέρον το οποίο θεωρητικά υπηρετεί. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια του καθήκοντος. Όλα τα άλλα είτε κινούνται στη σφαίρα του φιλελεύθερου ιδεατού είτε στη σφαίρα της ακραίας συντήρησης, παραμερίζοντας τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κοινωνίας, μόνο κακό έχουν να κάνουν τελικά, στην προσωπική ελευθερία του δημοσίου προσώπου….